μεταλλοχημικός

μεταλλοχημικός
-ή, -ό
ο σχετικός με τη μεταλλοχημεία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μεταλλοχημικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεταλλοχημεία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”